- χλιδή
- η1) роскошь, пышность; 2) нега, довольство
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χλιδή — delicacy fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλιδή — η, ΝΜΑ τρυφηλότητα, ηδυπάθεια και μαλθακότητα («ὁρῶντες... τὸν Μακρῑνον ἐν χλιδῇ καὶ τρυφῇ διαιτώμενον», Ηρωδιαν.) νεοελλ. συνεκδ. ζωή μέσα στον πλούτο και στην πολυτέλεια αρχ. 1. αλαζονεία, ύβρις που οφείλεται στον πολυτελή και ακόλαστο βίο («μή … Dictionary of Greek
χλιδή — η πολυτέλεια, τρυφηλότητα: Ζει σε χλιδή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χλιδῇ — χλιδάω to be soft pres subj mp 2nd sg (doric) χλιδάω to be soft pres ind mp 2nd sg (doric) χλιδάω to be soft pres subj act 3rd sg (doric) χλιδάω to be soft pres ind act 3rd sg (doric) χλιδάω to be soft pres subj mp 2nd sg (epic ionic) χλιδάω to… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλίδη — χλίδος neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) χλίδος neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) χλιδάω to be soft pres imperat act 2nd sg (doric) χλιδάω to be soft pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) χλιδάω to be soft imperf ind act 3rd… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλιδῆι — χλιδῇ , χλιδάω to be soft pres subj mp 2nd sg (doric) χλιδῇ , χλιδάω to be soft pres ind mp 2nd sg (doric) χλιδῇ , χλιδάω to be soft pres subj act 3rd sg (doric) χλιδῇ , χλιδάω to be soft pres ind act 3rd sg (doric) χλιδῇ , χλιδάω to be soft pres … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλιδαῖς — χλιδή delicacy fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλιδαῖσιν — χλιδή delicacy fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλιδαί — χλιδή delicacy fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλιδήν — χλιδή delicacy fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταχλιδώ — καταχλιδῶ, άω, ιων. τ. καταχλιδέω (Α) 1. είμαι τελείως θηλυπρεπής, εκτεθηλυμμένος 2. (με γεν.) επιδεικνύω χλιδή και πολυτέλεια για να προσβάλω ή να δείξω περιφρόνηση σε κάποιον («οὐδενὸς οὐδὲ Ῥωμαίων ἐν τοσαύτῃ φαντασίᾳ καταχλιδῶντος τῆς Ἀττικῆς» … Dictionary of Greek